-
1 эталонный
επ.του πρότυπου μέτρου ή της ακρίβειας•эталонный набор συλλογή πρότυπων μέτρων•
эталонный прибор συσκευή (όργανο) ακρίβειας.
-
2 чертёж
το σχέδι/ο, το διάγραμμαразбирать - в натуральных размерах мор. χαράζω/χαράσσω το - σε φυσικά μεγέθηстроительный - οικοδομικό -, κατασκευαστικό -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > чертёж